- μπουζουξίδικο
- το [μπουζουξής]κέντρο διασκέδασης με λαϊκή μουσική από ορχήστρα μπουζουκιών και άλλων λαϊκών μουσικών οργάνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουζούκι — Μουσικό, έγχορδο όργανο γνωστό σε όλους τους αρχαίους λαούς της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης. Αναπαραστάσεις του βρίσκουμε σε ανάγλυφα ή μνημεία των Ασσυρίων, των αρχαίων Αιγυπτίων κ.ά. Οργανολογικά ανήκει στην οικογένεια των ταμπουράδων,… … Dictionary of Greek